-
1 ὄμμα
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti. 45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)): Hom. and Hes. only use pl.,κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
;ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492
, etc.: sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.):—Phrases: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT 1385 ;ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30
;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT 528
; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib. 1371, cf. Aeschin.3.121 ;ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr. 241
; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj. 462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι.. φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ;ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr. 272
; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF 931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant. 760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr. 1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib. 1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba. 469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr. 102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp. 210 ; (lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med. 216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers. 604 ;ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11
;ἐπ' ὀμμάτων E. Supp. 1153
(lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib. 484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA 743 ;ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21
; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po. 1455a23, Rh. 1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c.2 metaph.,τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R. 533d
, Iamb.Protr. 21.κδ'.II the eye of heaven, i.e. the sun,ὄ. αἰθέρος Ar.Nu. 285
, cf. E.IT 194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως.. νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers. 428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT 110 ;νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89
; cf. ,βλέφαρον 11
.III generally, light: hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ;ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169
; .2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye,ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς.. ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu. 1025
.IV face or human form,ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj. 1004
;ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El. 903
;τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr. 253e
: as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr. 527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj. 977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E. Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV.V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62. -
2 παρά
πᾰρά [pron. full] [ρᾰ], [dialect] Ep. and Lyr. also [full] παραί: shortd. [full] πάρ, in Hom., Lyr. (but rarely in Trag., in lyr. passages, A.Supp. 553, S.Tr. 636), and in all dial ects exc. [dialect] Att., GDI5434.8 ([place name] Paros), IG5(2).3.14 (Tegea, iv B. C.), Inscr.Magn.26.28 (Thess.), etc.:—Prep. c. gen., dat., and acc., prop.A beside: hence,A WITH GEN. prop. denoting motion from the side of, from beside, from:I of Place,πὰρ νηῶν ἔλθωμεν Il.13.744
;παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθ' 12.225
, etc.;παρ' Ὠκεανοῖο ῥοάων.. ἐπερχομένη Od.22.197
;πὰρ νηῶν ἀπώσεται Il.8.533
, etc.;δῶρα π. νηὸς ἐνεικέμεν 19.194
;φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος π. μηροῦ 1.190
, cf. 21.173;σπασσάμενος.. ἄορ παχέος π. μηροῦ 16.473
; πλευρὰ παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη was exposed beside the shield, 4.468, cf. A.Th. 624.II commonly of Persons,1 with Verbs of going or coming, bringing, etc.,ἦλθε.. πὰρ Διός Il.2.787
;παρ' Αἰήταο πλέουσα Od.12.70
, etc.;ἀγγελίη ἥκει π. βασιλέος Hdt.8.140
.ά; αὐτομολήσαντες π. βασιλέως X.An.1.7.13
;ἐξεληλυθὼς παρ' Ἀριστάρχου D.21.117
; ὁ π. τινὸς ἥκων his messenger, X.Cyr.4.5.53; soοἱ π. τινός Th.7.10
, Ev.Marc.3.21, etc.;ὅστις ἀφικνεῖτο τῶν π. βασιλέως πρὸς αὐτόν X.An.1.1.5
, etc.; τεύχεα καλὰ φέρουσα παρ' Ἡφαίστοιο from his workshop, Il.18.137, cf. 617, etc.;ἀπαγγέλλειν τι π. τινός X.An.2.1.20
;σὺ δὲ οἰμώζειν αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ λέγε Luc.DMort.1.2
.2 issuing from a person, γίγνεσθαι π. τινός to be born from, Pl.Smp. 179b; λόγος (sc. ἐστί) π. Ἀθηναίων c. acc. et inf., Hdt.8.55: freq. following a Noun, δόξα ἡ π. τῶν ἀνθρώπων glory from (given by) men, Pl.Phdr. 232a; ἡ π. τινὸς εὔνοια the favour from, i. e. of, any one, X.Mem.2.2.12; τὸ παρ' ἐμοῦ ἀδίκημα done by me, Id.Cyr.5.5.13; τὰ π. τινός all that issues from any one, as commands, commissions, Id.An.2.3.4, etc.; or promises, gifts, presents, Id.Mem.3.11.13; τὰ παρ' ἐμοῦ my opinions, Pl.Smp. 219a; παρ' ἑωυτοῦ διδούς giving from oneself, i. e. from one's own means, Hdt. 2.129, 8.5;παρ' ἑαυτοῦ προσετίθει X.HG6.1.3
; νόμον θὲς παρ' ἐμοῦ by my advice, Pl.Prt. 322d; αὐτοὶ παρ' αὑτῶν of themselves, Id.Tht. 150d, cf. Phdr. 235c.3 with Verbs of receiving, obtaining, and the like ,τυχεῖν τινος π. τινός Od.6.290
, 15.158;πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο 14.452
;ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν Pi.P.1.76
;εὑρέσθαι τι π. τῶν θεῶν Isoc.9.14
, cf. IG12.40.10; δέχεσθαι, λαμβάνειν, ἁρπάζειν π. τινός, Th.1.20, X.Oec.9.11, Hes.Th. 914; ἀντιάσαι, αἰτήσασθαι π. τινός, S.El. 870 (lyr.), X.HG3.1.4;ἀξιοῖ π. τοῦ ἰατροῦ φάρμακον πιὼν ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Pl.R. 406d
;κόσμος τοῖς πράξασι γίγνεται π. τῶν ἀκουσάντων Id.Mx. 236e
: without Verb,ὁ καρπὸς ὁ π. τῶν δημάρχων IG12.76.27
: with Verbs of learning, etc.,μεμαθηκέναι π. τινῶν Hdt.2.104
, etc.4 with [voice] Pass. Verbs,πὰρ Διὸς.. μῆνις ἐτύχθη Il.15.122
;π. θεῶν ἡ τοιαύτη μανία δίδοται Pl.Phdr. 245c
, etc.; τὰ π. τῶν θεῶν σημαινόμενα, συμβουλευόμενα, X.Cyr.1.6.2; τὰ π. τινὸς λεγόμενα ib.6.1.42; τὰ π. τῆς τύχης δωρηθέντα the presents of.., Isoc.4.26;με π. σοῦ σοφίας πληρωθήσεσθαι Pl.Smp. 175e
.III rarely for παρά c. dat., by, near,πὰρ ποδός Pi.P.10.62
, 3.60; παρὰ δὲ κυανέων πελαγέων dub. l. in S.Ant. 966 (lyr.);τὸν Ῥειτὸν τὸν παρὰ τοῦ ἄστεως IG12.81.5
; πολλοὶ παρ' ἀμφοτέρων ἔπιπτον, = ἀμφοτέρωθεν, D.S.19.42.B WITH DAT. denoting rest by the side of any person or thing, answering the question where?I of Places, κατ' ἂρ ἕζετ'.. πὰρ πυρί, ἔκειτο π. σηκῷ, Od.7.154, 9.319;νέμονται π. πέτρῃ 13.408
;ἑσταότες παρ ὄχεσφιν Il.8.565
; πὰρ ποσὶ μαρναμένων ἐκυλίνδετο at their feet, 14.411, etc.; π. θύρῃσι at the door, 7.346;π. ῥηγμῖνι θαλάσσης 2.773
;δεῖπνον.. εἵλοντο παρ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο Od.6.97
, cf. Il.4.475, 20.53, etc.;κεῖσθαι παρ' Ἅιδῃ S.OT 972
; παρ' οἴνῳ over wine, ib. 780, etc.II of persons, beside,πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ εἷσε Θεοκλύμενον Od.15.285
;κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ Il.9.556
, cf. 6.246, etc.;παρ' ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι Od.5.119
;δαίνυσθαι π. τινί 8.243
; πὰρ δέ οἱ ἑστήκει stood by him, Il.4.367.2 at one's house or place, with one,μένειν π. τισί 9.427
;θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ Od.11.490
;φιλέεσθαι π. τινί Il.13.627
; παρ' ἑωυτοῖσι at their own house, Hdt.1.105, cf. 86;παιδευθῆναι π. τινί X.Cyr.1.2.15
;καταλύειν π. τινί D.18.82
(butπαρά τινα καταλῦσαι Th.1.136
), etc.: hence οἱ παρ' ἐμοί those of my household, X.Mem.2.7.4, etc.; τὰ παρ' ἐμοί life with me, Id.An. 1.7.4; οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι our people, Pl.Phd. 64b; ἡ παρ' ἡμῖν πολιτεία, ὁ παρ' ὑμῖν δῆμος, D.15.19; ὁ παρ' αὑτῷ βίοτος one's own life, S.OT 612;τὸ παρ' ἡμῖν πῦρ Pl.Phlb. 29f
; ;τὸ παρ' ἡμῖν σῶμα Pl.Phlb. 29f
; also, in one's hands,τὰ π. τοῖς Ἑλληνοταμίαις ὄντα IG12.91.6
;ἔχειν παρ' ἑωυτῷ Hdt. 1.130
, etc.; οὔπω παρ' ἐμοὶ τότ' ἦν λέγειν I had no right to speak then, Men.Epit.98.3 before, in the presence of,ἤειδε π. μνηστῆρσιν Od. 1.154
; before a judge,δίκας γίγνεσθαι π. τῷ πολεμάρχῳ IG12.16.9
;π. Δαρείῳ κριτῇ Hdt.3.160
;π. τῷ βασιλέϊ Id.4.65
;παρὰ δικασταῖς Th. 1.73
;εἰς κρίσιν καθιστάναι τινὰ π. τισί D.18.13
: hence παρ' ἐμοί in my judgement, Hdt.1.32, cf. S.Tr. 589, E.Heracl. 881, 1 Ep.Cor.3.19; π. τούτῳ μέγα δυνήσεται with him, Pl.Grg. 510e.4 in quoting authors, παρ' Ἐφόρῳ, παρ' Αἰσχίνῃ, π. Θουκυδίδῃ, in Ephorus, etc., Plb. 9.2.4, D.H.Comp.9,18.III Arc., = π. c. gen., from,καθὰ εἶχον τὰς ἰντολὰς π. τᾷ ἰδίᾳ πόλι SIG559.9
(Megalop., iii B. C.), cf. 558.10 (Ithaca, iii B. C.).C WITH ACCUS. in three main senses,I beside, near, by,II along,III past, beyond.I beside, near, by:1 with Verbs of coming, going, etc., to the side of, to,ἴτην π. νῆας Il.1.347
, cf. 8.220, etc.;βῆ.. π. θῖνα 1.34
, cf. 327, etc.; τρέψας πὰρ ποταμόν to the side of.., 21.603, cf. 3.187: more freq. of persons, εἶμι παρ' Ἥφαιστον to the chamber of H., 18.143, cf. Od.1.285, etc.;ἐσιόντες π. τοὺς φίλους Th.2.51
, etc.;φοιτᾶν π. τὸν Σωκράτη Pl.Phd. 59d
; πέμπειν ἀγγέλους, πρέσβεις π. τινά, Hdt. 1.141, Th.1.58, etc.;ἄγειν π. τινά Hdt.1.86
;καταφυγὴ π. φίλων τινάς Th.2.17
.2 with Verbs of rest, beside, near, by, sts. with ref. to past motion (expressed in such phrases asἧσο παρ' αὐτὸν ἰοῦσα Il.3.406
, cf. 11.577), , cf. 13.372; κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας lies stretched beside.., Il.4.487, cf. 12.381; παρ' ἔμ' ἵστασο come and stand by me, 11.314, cf. 592, 20.49, etc.;π. πυθμέν' ἐλαίης θῆκαν Od.13.122
;καταθέτω π. τὰ ἴκρια IG12.94.28
; κοιμήσαντο π. πρυμνήσια they lay down by.., Od.12.32, cf. 3.460;ὁ παρ' ἐμὲ καθήμενος Pl.Euthd. 271b
, cf. Phd. 89b; ἐκάθητο π. τὴν πύλην, π. τὴν ὁδόν, LXX Ge.19.1, Ev.Marc. 10.46;παρ' αὐτὸν τὸν καλέσαντα κατακείμενος δειπνῆσαι Thphr.Char. 21.2
, cf. Pl.Smp. 175c;ἐκαθέζετο π. τὸν Λύσιν Id.Ly. 211a
, cf. R. 328c;στὰς παρ' αὐτόν Id.Phd. 116c
;τέμενος νεμόμεσθα.. παρ' ὄχθας Il.12.313
, cf. 6.34, IG12.943.45;τοῦ Εὐρίπου, παρ' ὃν ᾤκει Aeschin.3.90
;κατελείφθη π. τὸν νηόν Hdt.4.87
;τὴν παρ' ἐμὲ ἐοῦσαν δύναμιν Id.8.140
.ά (v.l. ἐμοί); εἶπεν αὐτῷ μένειν παρ' ἑαυτόν X.Cyr.1.4.18
, cf. An.1.9.31, Ar.Fr. 451, Is.8.16, Alex.248, Demetr.Com. Nov.1.5, IG22.654.23 (iii B. C.), Plb.3.26.1, 11.14.3, 28.14.3;ἡ π. θάλασσαν Μακεδονία Th.2.99
, cf. S.El. 184 (lyr.), Tr. 636 (lyr.);Καρβασυανδῆς π. Καῦνον IG12.204.52
;τὸ κουρεῖον τὸ π. τοὺς Ἑρμᾶς Lys.23.3
, cf. And.1.62, Is.6.20, 8.35, Aeschin. 1.182, 3.88, Lycurg.112; (1).109 iii 146 (Epid.); παρ' ὄμμα before one's eyes, E.Supp. 484; π. πόδας on the spot, Phld.Ir.p.78 W., Rh.2.2 S.; immediately thereafter, Plb.1.7.5, 1.8.2, al.b [dialect] Dor., [dialect] Boeot., and Thess., = supr. B. 11.2, at the house of.., with a person, IG7.3171.7 (Orchom. [dialect] Boeot.), GDI 1717 (Delph.); παρ' ἁμὲ πολυτίματος [ὁ σῖτος] Ar.Ach. 759 (Megar.);τοῖς κατοικέντεσσι πὰρ ἀμμέ IG9(2).517.18
(Larissa, iii B. C.); τοῖ πὰρ ἀμμὲ πολιτεύματος ib.13;πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ Schwyzer 425.5
(Elis, iii/ii B. C.): so in [dialect] Att., θέμενος π. γυναῖκας depositing with.., Pl. R. 465c.3 with Verbs of striking, wounding, etc.,βάλε στῆθος π. μαζόν Il.4.480
, etc.;τὸν δ' ἕτερον.. κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξε 5.146
;τύψε κατὰ κληῗδα παρ' αὐχένα 21.117
, cf. 4.525, 8.325, etc.; , cf. 17.310; δησάμενος τελαμῶνι π. σφυρόν ib. 290.4 with Verbs of placing, examining, etc., side by side with..,ὁ ἔλεγχος π. τὸν ἔλεγχον παραβαλλόμενος Pl.Grg. 475e
, cf. Hp.Mi. 369c, Smp. 214c, R. 348a; ;ἄλλα παρ' ἄλλατιθέμενα.. τῶν χρωμάτων Arist.Mete. 375a24
.b Geom., παραβάλλειν π. apply an area to (i. e. along) a finite straight line, Euc.1.44, Archim.Aequil.2.1;π. τὴν δοθεῖσαν αὐτοῦ γραμμὴν παρατείναντα Pl. Men. 87a
; ἡ [εὐθεῖα] παρ' ἣν δύνανται αἱ καταγόμεναι τεταγμένως the line to which are applied the squares of the or dinates, etc., Apollon. Perg.Con.1.11: hence,c Arith., παραβάλλειν τι π. τι divide by.. (v.παραβάλλω A.
VII. 2);μερίζω τι π. τι Dioph.4.33
; ἐπὶ γ π. ί multiply by 3 and divide by 10, PLond.5.1718.2 (vi A. D.).5 Geom., parallel to.., Democr.155, Arist. Top. 158b31, Archim.Sph. Cyl.1.12, al.6 metaph. in Gramm., like, as a parody of.., π. τὸ Σοφόκλειον, π. τὰ ἐν Τεύκρῳ Σοφοκλέους, Sch.Ar.Av. 1240, Nu. 584.b Gramm., of words which differ as compared with other words, π. τὸ τοῦ ἔρωτος ὄνομα σμικρὸν παρηγμένον ἐστίν.. [τὸ ἥρως] Pl.Cra. 398d, cf. 399a, Lg. 654a: hence, derived from.., π. τὸ ἔδαφος, δάπεδον, A.D. Pron.31.16; π. τὸ δρῶ δρᾶμα Sch.A.R.2.624;σύγκειται [τὸ αὐθέντης] π. τὸ εἷναι.. καὶ π. τὸ αὐτός Phryn.PSp.24
B.7 generally, of Comparison, alongside of, compared with, usu. implying superiority,δοκέοντες π. ταῦτα οὐδ' ἂν τοὺς σοφωτάτους ἀνθρώπων Αἰγυπτίους οὐδὲν ἐπεξευρεῖν Hdt.2.160
, cf. 7.20, 103;ἡλίου ἐκλείψεις αἳ πυκνότεραι π. τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα ξυνέβησαν Th.1.23
, cf. 4.6;τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι π. τὸ νικᾶν Id.1.41
;π. τὰ ἄλλα ζῷα ὥσπερ θεοὶ ἄνθρωποι βιοτεύουσι X.Mem.1.4.14
;φαίνεται π. τὸ ἀλγεινὸν ἡδὺ καὶ π. τὸ ἡδὺ ἀλγεινὸν ἡ ἡσυχία Pl.R. 584a
, cf. Phdr. 236d, La. 183c, al.;εὐδαίμων μᾶλλον π. πάντας BCH26.332
([place name] Halae);προετέρει π. πάντας PSI 4.422.34
(iii B. C.): sts. implying inferiority or defect, ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ' ἀγγέλους a little lower than the angels, LXX Ps. 8.6; μιᾷ ἡμέρᾳ ὑστεροῦσι π. τὸν ἥλιον lag one day behind the sun, Gem.8.19; so perh. παρ' αὐτόν, ὑπὲρ αὐτόν (has passed the ball?) short of him, beyond him, Antiph.234; μέγα τοι ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη γνώμην ἐξ ὀργῆς μεταστῆσαι one day compared with another is important.., a day's delay makes a difference, Antipho 5.72; τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; what joy has one day compared with another to offer, since it only brings us nearer to, or farther from, death (which is neither good nor evil)? S.Aj. 475; ὃς μὲν κρίνει (prefers) ἡμέραν παρ' ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει (approves)πᾶσαν ἡμέραν Ep.Rom.14.5
.8 with Verbs of estimating, to set at so and so much, hence π. = equivalent to.., ταρβῶ μὴ.. θῆται παρ' οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς set at nought, E.IT 732, cf. A. Ag. 229 (lyr.);παρ' οὐδὲν ἄγειν S.Ant.35
; π. μικρὸν ἡγεῖσθαι or ποιεῖσθαί τι hold of small account, Isoc.5.79, D.61.51;παρ' ὀλίγον ποιεῖσθαί τινα X.An.6.6.11
; so with εἶναι, etc., παρ' οὐδέν ἐστι are as nothing, S.OT 983, cf. Ant. 466; ;οὐ π. μέγα ἔσεσθαι τὸ πταῖσμα Arr.An.1.18.6
; so perh. π. σμικρὰ κεχώρηκε have turned out of little account, have amounted to little, Hdt.1.120.b in Accountancy, without a verb, π. τὴν καταλλαγήν on account of κ., PHib.1.100.4 (iii B. C.).9 of correspondence, ὀφείλειν στατῆρα π. στατῆρα stater for stater (one to each of two creditors), BCH50.214 (Thasos, v B. C.);πληγὴν π. πληγὴν ἑκάτερον Ar.Ra. 643
; συνεῖναι ἑκατέρῳ ἡμέραν παρ' ἡμέραν stayed day for day with each, D.59.46; hence of alternation, ποιεῖσθαι ἁγνείας καὶ θυσίας δύο π. δύο, of four priests acting two and two alternately, BGU1198.12 (i B. C.); τοῦ καθημερινοῦ ἢ μίαν π. μίαν (sc. ἡμέραν) [πυρετοῦ] quotidian or tertian fever, ib.956.3 (iii A. D.): sts. without doubling of the Noun, παρ' ἡμέρην, opp. καθ' ἡμέρην, tertian, opp. quotidian, Hp.Aph.1.12; καθ' ἡμέραν, παρ' ἡμέραν, π. δύο, π. τρεῖς every day, every second day, every third (fourth) day, Arr.Epict.2.18.13; π. μίαν every second day, Plb.3.110.4; παρ' ἐνιαυτόν every second year, Plu.Cleom.15; παρ' ἔτος year and year about, Arist.GA 757a7; every second year, Paus.8.15.2; π. μέρος by turns (v. μέρος II. 2);ὁ ἀνὰ μέρος παρ' ἓξ μῆνας ὑπὲρ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν γινόμενος Ἄδωνις Corn. ND28
; π. μῆνα τρίτον every third month, Arist.HA 582b4, cf. Plu.2.942e; but π. τρία [ἔτεα] prob. every fourth year, IG5(2).422 ([place name] Phigalea), cf. Arr.Epict. l.c.; ἕνα παρ' ἕνα παραλειπτέον every second one, Nicom.Ar.1.18; ἕνα π. δύο ([etym.] τρεῖς) every third (fourth) one, ibid.; παρὰ δ' ἄλλαν ἄλλα μοῖρα διώκει now one now another, E.Heracl. 611.10 precisely at the moment of, παρ' αὐτὰ τἀδικήματα flagrante delicto, D.18.13, 21.26;ἀποδώσω π. τὸν εὔθυνον τὸ καθῆκον IG12.188.31
; π. τοιοῦτον καιρόν, π. τὰς χρείας, D.20.41,46; π. τὰ δεινά in the midst of danger, Plu.Ant.63;π. τὴν πρώτην γένεσιν Jul.Or.1.10b
; π. τὴν πρώτην (sc. ἐπίθεσιν) at the first attack, Hld.9.2;π. γε τὴν πρώτην ὁρμήν Ael.NA14.10
.b distributively, whether of Time, π. τὰ ἑβδομήκοντα ἔτεα in each complete period of seventy years, Hdt.1.32;ἐν ταῖς ὁδοιπορίαις π. στάδια διακόσια.. τοῖς ἑκατὸν σταδίοις διήνεγκαν ἀλλήλων X.Oec.20.18
; πὰρ Ϝέτος each year, every year, Tab.Heracl. 1.101;π. τὸν ἐνιαυτὸν ἕκαστον IG12(7).5.14
([place name] Amorgos); παρ' ἆμάρ τε καὶ νύκτα day and night, B.Fr.7; or more generally, πὰρ τὰν ἐλαίαν in respect of each olive plant, Tab.Heracl.1.122; παρ' ἡμέραν αἱ ἀμίαι πολὺ ἐπιδήλως αὐξάνονται from day to day, per day, Arist.HA 571a21;τὸ παρ' ἑκάστην βάσιν γινόμενον μικρὸν πολὺ γίνεται π. πολλάς Id.Pr. 881b26
;ἡ παρ' ἡμέραν χάρις D.8.70
;τὸ παρ' ἑκάστην ἡμέραν ἡδύ Pl. Lg. 705a
.c παρ' ἆμαρ on (this) day, to-day, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ, τὸ δέ .. to-day and to-morrow, Pi.P.11.63; but παρ' ἦμαρ to-morrow, S. OC 1455 (lyr.).d throughout a period of time,π. τὴν ζόην Hdt. 7.46
;π. τὸν βίον ἅπαντα Pl.Lg. 733a
;π. πάντα τὸν χρόνον D.18.10
; also more loosely, during, π. τὴν πόσιν while they were drinking, Hdt.2.121.δ; π. τὸν πότον Aeschin.2.156
;π. τὴν κύλικα Plu.Ant.24
; π. δεῖπνον or π. τὸ δεῖπνον, Id.2.737a,674f.II along,ὄνος παρ' ἄρουραν ἰών Il.11.558
;βῆ δὲ θέειν π. τεῖχος 12.352
;π. ῥόον Ὠκεανοῖο ᾔομεν Od. 11.21
;ἔπλεον π. τὴν ἤπειρον Hdt.7.193
;π. πᾶσαν τὴν ὁδόν Isoc.4.148
; ὀρθὴν παρ' οἶμον.. τύμβον κατόψει straight along the road, E.Alc. 835;παρ' ὅλην τὴν φάραγγα Plb.10.30.3
; παρ' αὐτὴν τὴν χαράδραν παραπορευομένων ib.9; for παραβάλλειν π., v. supr. c. 1.4b.2 strictly according to, without deviating from,εἶμι π. στάθμην ὀρθὴν ὁδόν Thgn. 945
, cf. S.Fr.474.5; ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ π. στάθμην, i.e. too strict, A.Ag. 1045; π. τὸν λόγον ὃν ἀποφέρουσιν.. ἐπιδείξω I will prove to you strictly according to the accounts which they themselves submit, D.27.34.III past, beyond,παρὰ σκοπιὴν καὶ ἐρινεὸν ἠνεμόεντα.. ἐσσεύοντο Il.22.145
, cf. Od.3.172, 24.12;βῆ δὲ π. Κρουνούς h.Ap. 425
; π. τὴν Βαβυλῶνα παριέναι pass by Babylon, X.Cyr.5.2.29; παρ' αὐτὴν τὴν χύτραν ἄκραν ὁρῶντες looking over the edge of.., Ar.Av. 390.2 metaph., over and above, in addition to,οὐκ ἔστι π. ταῦτ' ἄλλα Id.Nu. 698
;π. ταῦτα πάντα ἕτερόν τι Pl.Phd. 74a
, cf.R. 337d, D.18.139, X.HG 1.5.5; ἑκὼν ἐπόνει π. τοὺς ἄλλους more than the others, Id.Ages.5.3, cf. Mem.4.4.1, Oec.20.16;ἃ τῷ ῥαψῳδῷ προσήκει καὶ σκοπεῖσθαι καὶ διακρίνειν π. τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους Pl. Ion 539e
.3 metaph., in excess over, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787, cf. Th.1.70, Hyp.Lyc.16, Arist.Rh.Al. 1423b29;π. τὴν δ. Id.Po. 1451b38
.4 metaph., in transgression or violation of,π. μοῖραν Od.14.509
;π. μοῖραν Δίος Alc.Supp. 14.10
; παρ' αἶσαν, παρὰ δίκαν, Pi.P.8.13, O.2.16, etc.;π. τὸ δίκαιον Th.5.90
, etc.; π. τὰς σπονδάς, τὸν νόμον, Id.1.67, X.HG1.7.14;π. φύσιν Th.6.17
, cf. Pl.Lg. 747b; π. τὴν στήλην prob. in IG12.45.20; π. καιρόν out of season, Pi.O.8.24, etc.; π. γνώμαν ib.12.10, cf. A.Supp. 454; π. δόξαν, π. τὸ δοκοῦν ἡμῖν, π. λόγον, Th.3.93, 1.84, Plb.2.38.5; παρ' ἐλπίδα or ἐλπίδας, A.Ag. 899, S.Ant. 392, etc.; πὰρ μέλος out of tune, Pi.N.7.69;π. τὴν ἀξίαν Th.7.77
, etc.; π. τὸ εἰωθός, τὸ καθεστηκός, Id.4.17, 1.98.5 π. τοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, = παρῆλθε τοσοῦτον κινδύνου, passed over so much ground within the sphere of danger, i.e. incurred such imminent peril, Id.3.49, cf. 7.2; in such phrases the tmesis was forgotten, and the acc. came to be governed by παρά, which thus came to mean 'by such and such a margin', ' with so much to spare', ἐνίκησαν π. πολύ, ἡσσηθέντες π. πολύ, Id.1.29, 2.89, cf. Pl. Ap. 36a; παρὰ δ' ὀλίγον ἀπέφυγες only just, E.IT 870 (lyr.); ; δεινότατον π. πολύ by far, Ar.Pl. 445; παρ' ὅσον quatenus, Luc.Nec.17, etc.; π. δύο ψήφους ἀπέφυγε by two votes, Hyp.Eux.28, cf. D.23.205;π. τέτταρας ψήφους μετέσχε τῆς πόλεως Is.3.37
; π. τοσοῦτον ἐγένετο αὐτῷ μὴ περιπεσεῖν by so much (= little) he missed falling in with.., Th.8.33; π. πέντε ναῦς πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν ib.29; οὐ π. μικρὸν ἐποίησαν they made no little difference, Isoc.4.59.b in phrases like π. τοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, τοσοῦτον was sts. understood of the interval from danger, etc., and παρά came to mean 'by so much short of' (τὸ π. μικρὸν ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a29
), within such and such a distance of, so near to, τὴν Ἠϊόνα π. νύκτα ἐγένετο (sc. αὐτῷ) λαβεῖν he was within one night of taking E., Th.4.106; π. μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν I came within a little of.., Isoc. 19.22, cf. Plb.1.43.7, Plu. Caes. 39; παρ' ἐλάχιστον ἦλθε.. ἀφελέσθαι was within an ace of taking away, Th.8.76; παρ' οὐδὲν μὲν ἦλθον ἀποκτεῖναι (were within a mere nothing, within an ace of killing him),ἐξεκήρυξαν δ' ἐκ πόλεως Aeschin. 3.258
, cf. Plu.Pyrrh. 14, Alex.62; π. τοσοῦτον ἦλθε διαφυγεῖν so near he came to escaping, Luc.Cat.4; ;παρ' οὐδὲν ἐλθόντες τοῦ ἀποβαλεῖν Plb.1.45.14
, cf. 2.55.4, D.S.17.42: hence without ἐγένετο or ἐλθεῖν, π. μίαν μονάδα (less) by one, i.e. less one, Nicom.Ar.1.8; τεσσαράκοντα π. μίαν, = 39, 2 Ep.Cor.11.24; παρ' ἕνα τοσοῦτοι the same number less one, Plu. Publ.9; σύ μοι παρ' ἕνα ἥκεις ἄγων you have brought me one too few, Luc.Cat.4;δύναται π. δύο συλλαβὰς εἶναι τὸ καταληκτόν Heph.4.2
; τὰ ὁλοκόττινα ηὑρέθησαν π. ἑπτὰ κεράτια seven carats short, PMasp.70.2 (vi A. D.); πάντες παρ' ἕνα, πάντες παρ' ὀλίγους, all save one (a few), Plu.Cat.Mi.20, Ant.5;ἔτη δύο π. ἡμέρας δύο IG5(1).801
([place name] Laconia); of one Μάρκος, θηρίον εἶ π. γράμμα you are a bear ([etym.] ἄρκος) all but a letter, AP11.231 (Ammian.); ὡς π. τι καὶ τὰς ὄψεις ἀφανίσαι so that he all but (lit. less something) lost his sight, Vett.Val.228.6; π. τι βυθίζεσθαι v.l. in Ev.Luc.5.7; τὸ π. τοῦτο the figure less that, i.e. the remainder or difference, PTeb.99.10 (ii B. C.), cf. POxy.264.4 (i A. D.), PAmh.2.148.5 (v A. D.); hence of any difference whether of excess or defect, οὐδὲν π. τοῦτο ποιούμενοι τοὺς.. Λευκανούς τε καὶ τοὺς.. Σαυνίτας making no difference between.., Str.6.1.3, cf. 14.5.11, Plu.2.24c.6 hence of the margin by which anything increases or decreases, and so of the cause according to which anything comes into existence or varies,τὸ εὖ π. μικρὸν διὰ πολλῶν ἀριθμῶν γίνεται Polyclit.2
(cf. μικρός III. 5 c); διαφέρει π. τὰς τῶν παθημάτων ἐναντιώσεις according to.., Arist.HA 486b5;μεταπίπτει π. τὰ κλίματα Gem. 5.29
, cf. 11.5, al.; π. τὰ πράγματα cj. in Apollod.Car.11.7 more generally of the margin by which an event occurs, i.e. of the necessary and sufficient cause or motive (τὸ μὴ π. τοῦτο γίνεσθαι τότε λέγομεν, ὅταν ἀναιρεθέντος τούτου μηδὲν ἧττον περαίνηται ὁ συλλογισμός Arist.APr. 65b6
, cf. 48a24, al.), κεινὰν π. δίαιταν just for the sake of unsatisfying food, Pi.O.2.65; ἕκαστος οὐ π. τὴν ἑαυτοῦ ἀμέλειαν οἴεται βλάψειν each thinks that his own negligence will not suffice to cause injury, Th.1.141, cf. Isoc.3.48; π. τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν all through his own fault, Antipho 3.4.5, cf. Isoc.6.52, D.4.11, 18.232; πολλὰ.. ἐστιν αἴτια τούτων, καὶ οὐ παρ' ἓν οὐδὲ δύ' εἰς τοῦτο τὰ πράγματ' ἀφῖκται not from one or two causes only, Id.9.2; οὐ π. τοῦτο οὐκ ἔστι it does not follow that it is not.., 1 Ep.Cor.12.15; π. τὸ τὴν ἀρίθμησιν ποιήσασθαι ἐξ ἑτοίμου τοὺς ἐργώνας οὐκ ὀλίγα χρήματα περιεποίησε τῇ πόλει by the simple fact of prompt payment, IPE12.32B35 (Olbia, iii B. C.); , cf. Plb.3.103.2, 18.28.6, al.; οὐδεὶς παρ' ἑαυτόν ἐστι βασιλεύς thanks to himself alone, Aristeas 224;παρ' αὑτὸν ἀτυχεῖ Arr.Epict.3.24.2
, cf. Phld.Rh.2.16 S.;παρ' ἡμᾶς ἡ τῶν ἀγαθῶν ἀπόστασις Hierocl. in CA25p.477M.
; εἶναι π. τοῦτο σωτηρίαν τε πόλει καὶ τοὐναντίον, i.e. on this depends.., Pl.Lg. 715d, cf. X.Eq.Mag.1.5, D.C.Fr.36.5;π. μίαν ἡμέραν καὶ ἓν πρᾶγμα καὶ ἀπόλλυται προκοπὴ καὶ σῴζεται Epict.Ench.51.2
; π. τὸ Ἕλληνά με εἶναι just because I am a Greek, UPZ7.13 (ii B. C.);π. τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν αὐτήν LXX Ge.29.20
, cf. Ex.14.11; later more loosely, because of.., Phld.Rh.1.158 S., Gem.6.24, etc.; οὐδὲν π. σὲ γέγονε it is no fault of yours, PRyl.243.6 (ii A. D.), cf. POxy.1420.7 (ii A. D.).8 of a limit of possibility,εἴπερ ἐνεδέχετο π. τοὺς παρόντας καιρούς D.18.239
; πεῖσαι τό γε παρ' αὑτόν to persuade (the judges) so far as in you lies, Arr.Epict.2.2.20; οἴμωζε παρ' ἐμέ as far as I am concerned, for all I care, Ar.Av. 846.D POSITION: παρά may follow its Subst. in all three cases, but then becomes by anastrophe πάρα: when the ult. is elided, the practice varies,τῇσι παρ' Il.18.400
; but Ἡφαίστοιο πάρ' ib. 191.F πάρα (with anastrophe) stands for πάρεστι and πάρεισι, Il.1.174, Hes.Op. 454, A.Pers. 167, Hdt.1.42, al., S.El. 285, Ar.Ach. 862, etc.G IN COMPOS.,I alongside of, beside, of rest, παράκειμαι, παράλληλοι, παρέζομαι, πάρειμι (εἰμί), παρίστημι; of motion, παραπλέω, πάρειμι ([etym.] εἶμι).II to the side of, to, παραδίδωμι, παρέχω.IV metaph.,2 of comparison, as in παραβάλλω, παρατίθημι.3 of alteration or change, as in παραλλάσσω, παραπείθω, παραπλάσσω, παρατεκταίνω, παραυδάω, παράφημι.4 of a side-issue, παραπόλλυμι. (Cogn. with Goth. faúr 'along', Lat. por-.) -
3 φέρω
φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.Aἤφεραν IG3.1379
), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.φέρτε Il.9.171
; [ per.] 2sg. subj. ; [ per.] 3sg. subj.φέρῃσι Il.18.308
, Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.φερέμεν Il.9.411
, al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.φέρον 3.245
; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.II [tense] fut.οἴσω Il.7.82
, etc.; [dialect] Dor.οἰσῶ Theoc.3.11
; [ per.] 1pl.οἰσεῦμες Id.15.133
; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.οἶσε Od.22.106
, 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;οἰσέτω Il.19.173
, Od.8.255; [ per.] 3pl.οἰσόντων Antim.15
; inf.οἴσειν Pi.P.4.102
, [dialect] Ep.οἰσέμεν Od.3.429
,οἰσέμεναι Il.3.120
, Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.οἶσαι Ph.1.611
codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.οἴσομαι Il.22.217
, S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7
, al.): [tense] fut. [voice] Pass.οἰσθήσομαι D.44.45
, Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.προοῖσται Luc.Par.2
; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg. (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, butἤνεγκα S.El. 13
, E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dualδι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b
; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37
, al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg. , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg. (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; butἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33
, 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847
: subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg. , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, butἐνέγκοι Id.Fr.84
(anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf. , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.ἐνεγκών Pi.I.8(7).21
, S.El. 692, Th.6.56, etc.,ἐνέγκας IG22.1361.21
([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we findἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53
, and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper. ); [ per.] 2sg. , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg. , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b
, ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188
: part.ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131
, ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.ἔνεικε Od.21.178
, inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.ἀν-ένεικα Od.11.625
; [ per.] 2sg.ἀπ-ένεικας Il.14.255
; [ per.] 3sg.ἤνεικε Od.18.300
, al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.ἔνεικε Il.15.705
, al.; [ per.] 1pl.ἐνείκαμεν Od.24.43
; [ per.] 3pl.ἤνεικαν Hdt.3.30
, [dialect] Ep.ἔνεικαν Il.9.306
; imper. [ per.] 2sg.ἔνεικον Anacr.62.3
; [ per.] 2pl.,ἐνείκατε Od. 8.393
; [ per.] 3pl.ἐνεικάντων Schwyzer 688
B 3 (Chios, v B. C.); inf.ἐνεῖκαι Il.18.334
, Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.ἐνείκην Alc.Oxy.1788
Fr.15ii 20; part.ἐνείκας Il.17.39
, ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22
(Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.ἀν-ενείκατο Il.19.314
; [ per.] 3pl.ἠνείκαντο 9.127
, Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.ἐνεικάμενος Alc.35.4
.2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.ἤνικε IG42(1).121.110
(Epid., iv B. C.); Bi11 (Delph., iv B. C.);ἀν-ήνικε IG4.757A12
, al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl. Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49
(Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381
,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12
(2).526a5 (Eresus, iv B. C.).b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.εἴνιξαν IG7.2418.24
(Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.V other tenses: [tense] pf.ἐνήνοχα D.21.108
, 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12
, Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.ἠνέχθην X.An.4.7.12
and freq. in compds.; [dialect] Ion.ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66
, etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115
(Epid., iv B. C.); Hellenisticἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42
(iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111
(Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150
(Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53
(Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d
,εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340
;ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4
; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37
; [dialect] Att. [tense] plpf.προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20
; part.κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2
, Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)A [voice] Act.,I bear or carry a load,ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568
;μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303
;ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622
;χοάς A.Ch.15
;φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564
;χερσὶν φ. Id.Ant. 429
;φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14
; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς); ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531
(lyr.);γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581
, cf. Supp. 994;καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930
codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφονβάσιν φ. Id.Tr. 967
(lyr.).II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362
; πρόσω φ. ib. 369;εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444
, cf. Pl.Lg. 914b;πόδες φέρον Il.6.514
;πέδιλα τά μιν φέρον 24.341
, etc.; of horses, 2.838;ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232
, etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17
.b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.2 of wind, bear along, [πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26
; [σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330
, cf. 4.516, Il.19.378, etc.;ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300
, 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d
;φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023
, cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.III endure, suffer,λυγρά Od.18.135
;ἄτην Hdt.1.32
; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;ξυμφοράς Th.2.60
; ; also of food,ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21
; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2
: metaph.,ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a
.2 freq. with modal words,πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82
; ;ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31
;θυμῷ φ. Id.5.80
;χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13
: esp. with an Adv., [ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215
; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36
;αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104
;συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35
;ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d
, al.;εὐπετῶς φ. S.Fr. 585
, X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck) ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155
, cf. Ar.Th. 385, etc.;φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93
;ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a
: c. gen.,τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77
, cf. 2.62;ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21
, cf. Isoc.12.232;πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55
: c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.IV bring, fetch,εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196
;φ. ἄποινα Il.24.502
;ἄρνε 3
, 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;ἔντεα Il.18.191
;τόξα Od.21.359
; ; , etc.;γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131
:—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,ποδάνιπτρα Od.19.504
;οἶνον Alc.35
, cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282
; fetch, Od.2.410;χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470
.2 bring, offer, present,δῶρα Od.8.428
, etc.;μέλος Pi.P.2.3
; ;φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602
;πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31
; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572
, Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.b = ἄγω iv. 1,ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7
; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1
.3 bring, produce, cause, [ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31
;ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283
, cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132
, cf. 8.516; ;θάνατον φ. B.5.134
;τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c
; ;τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135
(lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13
(Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,παραδείγματα Isoc.7.6
, etc.;πάσας αἰτίας D.58.22
;ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10
:—[voice] Pass.,εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3
.4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;λόγον Pi.P.8.38
;ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781
, cf. Tr. 493;ἐπιστολήν X.Ages.8.3
: hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248
(troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,λόγους φ. E.Supp. 583
; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9
:—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);δασμόν X.An.5.5.10
; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19
;μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12
(but usu., receive, draw, pay,μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66
; ;αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17
, cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2
, cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35
.6 apply, refer, , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45
;ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7
, cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,φ. χορηγόν D.20.130
, 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.; (ii B. C.);τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13
, al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785
(lyr.).V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229
;ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110
; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139
;γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5
, cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91
; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4
; also of living beings,τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c
;ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1
; one's country,Hld.
2.29, Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (alsoἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202
); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25
; [τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9
;φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14
.VI carry off or away,Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302
;φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429
, 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;αἶγα λέοντε φ. 13.199
; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11
; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.ἄγω 1.3
), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37
;ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17
;κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10
(Tamynae, iv B. C.);αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128
; of a divorced wife,αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2
; φέρειν alone, rob, plunder, ;ἀλλήλους Th.1.7
; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759
:—[voice] Med. in same sense,ἔναρα Il.22.245
;πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856
;ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124
, cf. 15.378.3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308
;φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657
; ; ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651
;ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590
; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e
: also, receive one's due,φ. χάριν S.OT 764
; ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968
A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217
; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538; ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): henceοὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104
; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129; ; ;χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9
;φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2
; ;εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969
;δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638
;ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266
(lyr.);ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131
: generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97
: hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.VII abs., of roads or ways, lead to a place,ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122
, cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31
;ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15
; ;ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24
(but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.2 of a district or tract of country, stretch, extend to or towards, φέρειν ἐπί orἐς θάλασσαν Hdt.4.99
; ἐς τὴν μεσόγαιαν ib. 100;πρὸς νότον Id.7.201
; ἡ ἀπὸ δυσμῶν αὐτῆς (sc. τῆς Κιμβρικῆς)καὶ ἐπὶ τὸν Ἄλβιν φέρουσα Ptol.Geog.2.11.2
, cf. 3.3 metaph., lead to or towards, be conducive to,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
;τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90
; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991; : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)ταῦτα ποιέειν Hdt.3
. 134; soτὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31
;τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562
(lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d
; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.b point to, refer to a thing,ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120
; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159; , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;πρός τινας Pl.R. 538c
;ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120
; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79
: c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223
; use a word,οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6
, cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63
: more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e
; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104
(v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11
;κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60
(Pergam., ii B. C.); are in use,Ptol.
Geog.7.4.11; of literary works, to be in circulation,ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a
, cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.1 before another imper.,φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296
(anap.);φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534
;φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b
; soφέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127
.2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14
;φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4
;φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361
, cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300
.3 before a rhetorical question,φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571
;φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788
(anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phraseφέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218
;φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183
, cf. Antipho 5.36; alsoφ. δή Pl.Grg. 455a
, al.: usu. first in a sentence, butτὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c
, etc.5 φέρε c. inf., suppose, grant that..φ. λέγειν τινά Plu.2.98b
; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47
P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή); εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73
(Pall.).2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e
, cf. R. 345b; soὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24
; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8
.b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159
; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν
hurling themselves,Plb.
1.17.8;εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82
; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27
, cf. Ach.Tat.1.7;σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24
;τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3
, cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24
, cf. Per.7; , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456
B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513
, cf. 16.665, 17.131;τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798
, cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a
;πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d
;τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520
;ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c
;φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b
; simply, move, go,ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309
(anap.); , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.
ap. Aët.9.12;πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19
: metaph.,εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729
;πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b
, cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30
; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b
;ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89
.3 of voluntary and impulsive motion,ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172
; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37
;φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23
;ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59
;φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18
.II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074
;κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25
;εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17
; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60
;φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5
;χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6
; of euphonious writing,σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26
.2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3. -
4 ὁράω
Grammatical information: v.Meaning: `to look, to perceive, to contemplate, to see' (Il.).Other forms: Ion. also ὀρέω (Hdt.), and besides ὅρηαι (ξ 343), ὁρητο (A 56 a. 198 after Zenodot, accent uncertain), ὀρῃ̃ς, -ῃ̃, - ῆν (Hp., Democr., Herod.), Aeol. ὄρημι (Sapph.), ὄρη (Theoc.); ipf. ἑώρων (Att.), ep. 3. sg. ὅρα, Ion. ὥρα (Hdt.) etc.; pres. also ὄρονται (ξ 104) with - ντο (γ 471), ὅρει φυλάσσει H.; innovated perf. act. ἑόρακα (Att., also ἑώρ-), Ion. ὀρώρηκα a. ὤρηκα (Herod.), Dor. ptc. ὡρακυῖα (Epid.), midd. ἑώραμαι (late Att.), aor. pass. ὁραθῆναι (Arist., D.S.), plqu. also ὀρώρει (Ψ 112).Derivatives: Few derivv., almost all hell. and late, as opposed to the older ones which derive from primary ὀπ- (s. ὄπωπα) and ἰδεῖν: 1. ὁρᾶ-τός `visible' (Hp., Pl.), προ-ορατός `who can be foreseen' (X. Cyr. 1, 6,23) as against πρό-οπτος ( προὖπ-τος) `foreseen, apparent' (IA.); 2. ὅραμα n. `sight, spectacle, apparition' (X., Arist., LXX), παρ- ὁράω (hell. a. late), m. ὁραματίζομαι (Aq.) against ὄμμα, εἶδος (s.vv.); 3. ὅρασις f., also with προ-, παρ-, ὑπερ- a.o., `sight, face, look, apparition', pl. also `eyes' (Demad., Arist., Men.) against ὄψις; ὑφόρα-σις `suspicion' (Plb.) for older ὑποψ-ία; 4. ὁρατής m. `viewer' (LXX, Plu.) against ὀπτήρ `scout'; ὁρατήρ H. as explanation of ὀπτήρ; 5. ὁρατικός `able to see, provided with sight' (Arist., Ph.), ἐφ- ὁράω `fit for oversight' (X.): ἐποπτ-ικός `belonging to ἐπόπτης' (Pl.). 6. ὁρατίζω `to catch sight of, to aim for' (medic. IVp). 7. οὖρος m. `watcher', ἐπίουρος s. v.Origin: IE [Indo-European] [1164] *u̯er- `observe, note'Etymology: From the ipf. ἑώρων (\< *ἠ-Ϝόρων; w. asp. after ὁρῶ) and the pf. ἑόρακα (\< *Ϝε-Ϝόρακα; ἑώρ- after the ipf.) we conclude to an orig. Ϝ-, which however neither in Homer nor epigraphically has left a trace, and also in Myc. oromeno is absent; whether the asper hangs together with the older Ϝ-, remains uncertain (Schwyzer 22 6 f. w. lit.). -- The above presentforms, from which come all non-present forms including the verbal nouns, seem to require three diff. stems: 1. Ϝορᾶ- in ὁρά-ω, from which perh. purely phonetically Ion. ὀρέω (Schwyzer 242); 2. Ϝορη- in Aeol. ὄρημι, ὄρη, ep. ὅρηαι a.o. (s. above); 3. Ϝορ- in ὄρονται, - ντο, ὅρει. Orig. *Ϝορᾶ-ι̯ω can be either an iterative-intensive deverbative of the type ποτάομαι (s. Schwyzer 718 f.), with which the meaning fits well, or be explained as denominative from *Ϝορά̄ f., which is found in φρουρά from *προ-hορά (\< *προ-Ϝορά) and in German., e.g. OHG wara f. `attentiveness', wara neman ' wahrnehmen': IE *u̯orā́ f., beside which Toch. A war, B were `flavour', IE *u̯oro-s m. Difficult to judge however is (Ϝ)όρη-μι etc. It looks like a disyllabic athemat. formation, and ὀρῃ̃ς, -ῃ̃, - ῆν can have been tranformed from this by thematization (Schwyzer 680). One may compare Lat. verē-ri `observe scrupulously, venerate', though with ablauting stemvowel. Weakest attested is the primary monosyll. (orig. athematic?; Chantraine Gramm. hom. 1, 311) ὄρονται, - ντο (to which also ὅρει in H.?); it regards moreover the same formulaic expression: ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται (- ντο), thus in plqu. ἐπὶ δ' ἀνηρ ἐσθλὸς ὀρώρει. Here too the o-vowel is remarkable, though analogous cases can be found like ὄθομαι, οἴχομαι a.o. (Schwyzer 721, Chantraine l.c.). To the primry verb belong both *προ-Ϝορ-ά in φρουρά (s. above and s.v.) and the form which occurs only in compounds as 2. member, - (Ϝ)ορ-ός, `guardian', e.g. θυρ-, τιμ-ωρός, κηπουρός from θυρα-, τιμα-, κηπο-Ϝορ-ός; it agrees formally (but not functionally) with Germ., e.g. OS war `attentive, cautious', OHG giwar `id., gewahr'. The other word belonging to this group from diff. languages, e.g. Latv. veruôs, vērtiês `inspect, observe', Toch. A wär, B wär-sk- `smell', Hitt. u̯erite- `fear', give nothing for Greek. -- Further forms w. lit. in WP. 1, 284f., Pok. 1164, W.-Hofmann s. vereor. On the suppletive system ὁράω: ὄψομαι: εἶδον: ἑόρακα Gonda Lingua 9, 178 ff., Bloch Suppl. Verba 91 ff. ; on the expressions for `see, eye' in Greek Prévot Rev. de phil. 61, 133ff., 233ff. -- S. also 2. οὖρος, ὤρα.Page in Frisk: 2,409-410Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὁράω
-
5 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
6 βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ) βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” P. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
d med.,I cast (anchor), met.ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.ἐμβάλλω O. 7.44
τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.ἐπιβάλλω P. 11.14
]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7. -
7 ξένος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
8 ξεινος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
9 πᾶς
πᾱς (πᾶς, παντί, πάντ(α), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσι(ν), πάντ(α): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, I. 4.48, fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short O. 2.85, but long I. 4.48, where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)1 (the) whole (of); all thea preceded by art.ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole) O. 2.85 τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time O. 6.36ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.44
ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) O. 10.76δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75
καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ O. 13.112
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ P. 4.132
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.30
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν P. 9.96
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
[ πᾶσα πόλις (sic interp. Σ.) N. 5.47]εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.41
πλαγίαις δὲ φρέ-νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.2 all, everya adj.ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.51
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
ἔργων πρὸ πάντων O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
“ ἀγρούς τε πάντας” P. 4.149πράγματι παντὶ P. 4.278
πάσαισι γὰρ πολίεσι P. 7.9
“ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.41
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσα ἡ πόλις) N. 5.47ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) N. 10.29κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται I. 1.49
καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) I. 4.11γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) I. 8.14 Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.κατὰ πᾶσαν ὁδὸν Pae. 4.6
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον Pae. 8.74
]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ Pae. 20.18
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power N. 6.2 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full,σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν P. 4.129
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.38
b subs., everyone, everythingΧρόνος ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς N. 1.53
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν ( πὰν Schr.) I. 4.48πάντ' ἔχεις I. 5.14
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.55
]παντα σφιν ἐφρα[ς Pae. 8.86
ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21
σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς ( τὰ πάντα v. l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
3 fragg. & dub. [ ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) P. 6.50] [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] στεφα]νοισι παν[ (v. l. νιν ap. Σ.) Πα.. 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11. -
10 νομίζω
A , Th.4.87, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 1pl.νομιοῦμεν Hdt.2.17
; later codd., Procop.Gaz.Ep.12: [tense] aor. ἐνόμισα, poet.νόμισα Pi.I.5(4).2
: [tense] pf.νενόμικα Axionic.6.8
:—[voice] Pass., [tense] fut.νομισθήσομαι Pl.Sph. 240e
, etc.: [tense] fut. [voice] Med. νομιοῦμαι in pass. sense, Hp.Morb.Sacr.1: [tense] aor. ἐνομίσθην (v. infr. 1.1, 2): [tense] pf. νενόμισμαι, [ per.] 3pl.νενομίδαται D.C.51.23
; [dialect] Dor. inf.- ίχθαι Sthenid.
ap. Stob.4.7.63: [tense] plpf. [ per.] 3sg.ἐνενόμιστο Ar.Nu. 962
: ([etym.] νόμος):—use customarily, practise,ἓν τόδε ἴδιον νενομίκασι Hdt.1.173
; ν. γλῶσσαν to have a language in common use, ib. 142;φωνήν Id.2.42
;οὔτε ἀσπίδα οὔτε δόρυ Id.5.97
; πανήγυριν, πληγὴν ἐν τῇ ὁρτῇ, Id.2.63; ταῦτα.. Ἕλληνες ἀπ' Αἰγυπτίων νενομίκασι have adopted these customs from the Egyptians, ib.51, cf. 4.27;ἱπποτροφίας ἐν Πανελλάνων νόμῳ Pi.I.2.38
;ἀργυροστερῆ βίον A.Ch. 1003(989)
;ν. θειότατον νόμον Gorg.Fr.6D.
; ν. ἐκκλησίαν have a regular popular assembly, Arist. Pol. 1275b7; ἀγορᾶς κατασκευὴν ν. (cj. for ὀνομάζουσιν) ib. 1331a32;δραχμὰς ἇν Τροζάνιοι νομίζοντι IG42(1).77.16
(Epid., ii B.C.):—freq. in [voice] Pass., to be customary,οὔτω τοῦτο νομίσδεται Alc.Supp.24
; ; was the fashion,Ar.
Nu. 962: impers.,εἰκῇ νομίζεται Xenoph.2.13
; ὡς νομίζεται as is the custom, A.Eu.32, E.Alc.99 (lyr.), etc.;οἷάπερ ν. A.Ag. 1046
;οἷα τοῖς κάτω νομίζεται S.El. 327
, cf. 691;ᾗ νομίζεται Id.OC 1603
: part. νομιζόμενος customary,γέρα τὰ ν. Th.1.25
;εὐχαὶ αἱ ν. Id.6.32
;εἰς τὸν ν. χρόνον IG12.19.15
;τὰ ν.
customs, usages,Hdt.
1.35, 5.42, Ar.Pl. 1185;τὰ ν. μυστήρια Heraclit.14
;τὰ ἱερὰ τὰ ν. Antipho 5.82
;συντελέσαι τὰ ν. τοῖς θεοῖς IG12.22.4
, cf. 54.16;τὰ τοῖς θεοῖς ν. X.Cyr. 4.5.14
; freq. of funeral rites,τὰ ν. ποιεῖν Aeschin.1.13
, cf. Isoc.19.33;ἐπειδὴ τὰ ν. αὐτῷ φέροιτο D.18.243
: also [tense] aor. part., ;τὰ ν. E.Ba.71
(lyr.): [tense] pf. part.,τὰ νενομισμένα τοῖς κατοιχομένοις PRyl.153.6
(ii A.D.), cf. SIG1109.34 (ii A.D.).2 of a legislator, enact, , cf. 12.3, Cyr.8.5.3: c.acc., Id.Lac.1.7:—[voice] Pass., D.C. 37.20;τὰ νομισθέντα ὑπὸ Μάρκου Id.78.22
; cf. .3 c. dat., make common use of, use,φωνῇ Hdt.4.117
; ὑσί ib.63; νομίζουσι Αἰγύπτιοι οὐδ' ἥρωσι οὐδέν, i.e. practise no such worship, Id.2.50;ἀγῶσι καὶ θυσίαις Th.2.38
;εὐσεβείᾳ Id.3.82
;οὔτε τούτοις χρῆται οὔθ' οἷς ἡ ἄλλη Ἑλλὰς ν. Id.1.77
; esp. use as current coin,ἐν Βυζαντίοις, ὅπου σιδαρέοισι νομίσμασιν νομίζουσι Pl.Com.96
(dub. l.); :—hence in [voice] Pass., to be struck, ἀργύριον νενομισμένον ἐς Τιβέριον, i.e. with the head of Tiberius, Philostr.VA1.15.4 c. inf., to be accustomed to do,νομίζουσι Διὶ θυσίας ἔρδειν Hdt.1.131
, cf. 133, 202, 3.15, etc.:— [voice] Pass., ; γυμνοὺς εἰσιέναι νομίζεται it is customary for them.., Ar.Nu. 498, cf. 1420, Th. 2.15, X.HG2.4.36.II own, acknowledge, consider as,ὡς δούλους ν. τινάς Hdt.2.1
;τὸν προέχοντα ἔτεσι ν. ὡς πατέρα Pl.Lg. 879c
: ὡς is freq. omitted, ;τοὺς κακοὺς χρηστοὺς ν. S.OT 610
, cf. Ant. 183, El. 1317;τοὺς αὐτοὺς φίλους νομιῶ καὶ ἐχθρούς IG12.71.20
;νομίσαι χρὴ ταῦτα μυστήρια Ar. Nu. 143
; θεὸν ν. τινά believe in one as a god,σὺ Ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις Pl.Smp. 202d
;θεὰν οὐ τὴν Ἀναίδειαν, ἀλλὰ τὴν Αἰδῶ ν. X.Smp.8.35
; ν. τούτους [θεούς] believe in these [as gods], Hdt.4.59;οὓς ἡ πόλις ν. θεοὺς οὐ νομίζων X.Mem.1.1.1
, Ap.10, Pl.Ap. 24b;τοὺς ἀρχαίους οὐ ν. Id.Euthphr.3b
; but ν. θεοὺς εἶναι believe that there are gods, Id.Ap. 26c, Lg. 886a (cf. infr. 4): without εἶναι, δίκην καὶ θεοὺς μόνον ν. [ἄνθρωπος] Id.Mx. 237d; τὸ παράπαν θεοὺς οὐδαμῶς ν. to be an atheist, Id.Lg. 885c, cf. 908c, Ap. 18c, Prt. 322a;θεοὺς ν. οὐδαμοῦ A.Pers. 497
:—[voice] Pass., to be deemed, reputed, considered, ;Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι Hdt. 2.51
; οἱ νομιζόμενοι μὲν υἱεῖς, μὴ ὄντες δέ .. D.40.47; ἡ -ομένη (v.l. ὀνομαζ-) .2 esteem, hold in honour,χρυσὸν.. περιώσιον ἄλλων Pi.I.5(4).2
;οὔτε θεοὺς οὔτε ἀνθρώπους ν. Lys.12.9
:—[voice] Pass., to be esteemed, Pl.Grg. 466b.3 c. acc. rei, hold, believe,ταὐτὰ περί τινος Id.Phdr. 258c
, etc.;ἐποίει ἄλλα παρ' ἃ ἐνόμισεν Id.Min. 320b
; ἀκοῇ ν., opp. πείρᾳ αἰσθάνεσθαι, Th.4.81.4 c. acc. et inf., deem, hold, believe that.., πότερα νομίζεις δυστυχεῖν ἐμέ; S.OC 800, cf. OT 549, X.HG3.4.11;θεὸν νομίζουσι εἶναι τὸ πῦρ Hdt.3.16
: c. [tense] fut. inf., expect that.., S.OT 551: [tense] aor. inf. is sts. found in codd. referring to [tense] fut., ( κρατήσειν in same phrase, Aen.Tact.2.3), cf. Th.3.24, Lys.13.6; in S. Aj. 1082 the [tense] aor. inf. may be gnomic.5 c. part.,νομίσωμεν ἐκγενησόμενον Th.7.68
;νόμιζε.. ἄνδρα ἀγαθὸν ἀποκτείνων X.An.6.6.24
;νόμιζε ταῦτα δεδογμένα Pl.R. 450a
, cf. D.14.9 (s.v.l.).6 with ὡς, Th.3.88.7 [voice] Pass., with gen. of the person in possession, τοῦ θεῶν νομίζεται; whose sanctuary is it held to be? S.OC38; οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις ν.; Id.Ant. 738.8 abs., νομίζοντα λέγειν to speak with full belief, Pl.Phdr. 257d (nisi leg. ὀνειδίζοντα). -
11 παραβάλλω
A throw beside or by, throw to one, as fodder to horses,παρὰ δέ σφισι βάλλετ' ἐδωδήν Il.8.504
, cf. 5.369;πὰρ δ' ἔβαλον ζειάς Od.4.41
;π. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Pl.Phdr. 247e
;π. τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις Plb.38.17.2
; πυρὶ φρύγανα π. add fuel to the flame, Arr.Epict.2.18.5, cf. 2.18.12:— [voice] Pass., παραβληθῆναι [τοῖς θηρίοις] D.C.59.10; τάριχος.. ἀπόνως παραβεβλημένον thrown carelessly before people, Ar.Fr. 333:—[voice] Med., μάζας ἐπὶ κάλαμον παραβαλλόμενοι ordering them to be served up, Pl.R. 372b.3 cast in one's teeth,τινί τι Aeschin.3.189
; object, offer in rejoinder,τῷ πρώτῳ -βληθήσεται τοιοῦτος λόγος Phld.Ir.p.95
W.II expose, παρέβαλέν τ' ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον put me in their power, Ar.Av. 333 (lyr.);τῇ τύχῃ.. αὑτὸν π. Philippid.6
(v.l. for προ-) ; ἂν δ' ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλλῃς if you present, show yourself.., Posidipp.26:—freq. in [voice] Med., expose oneself or what is one's own to hazard or danger, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν risking it in war, Il.9.322; π. τὰ τέκνα risk the lives of one's children, Hdt.7.10.θ; παῖδας Th.2.44
; πλείω παραβαλλόμενοι having greater interests at stake, Id.3.65;οὐκ ἴσα π. X.Cyr.2.3.11
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι having risked far the most upon them, Th.5.113; also ; venture,πρὸς τὴν θάλατταν ὅταν -βάλωνται Plb.1.37.9
;π. καὶ τολμᾶν Id.18.53.2
: c. dat.,π. τοῖς ὅλοις Id.2.26.6
;τῷ βίῳ IG12(3).1286.22
([place name] Astypalaea): c. inf., venture to do, Plu.Pel.8:—[voice] Pass., παραβεβλημένον τι εἰπεῖν make an unguarded statement, Philostr.VA4.42.b in wagering, deposit one's stake, Plu.Cat.Mi.44.2 [voice] Pass., c. dat., to be given up to, .III set beside or parallel with, Arist.PA 668a17 ([voice] Pass.), cf. Rh. 1419b35; Εὔβοια τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη lying parallel with, Str.9.1.22: hence,2 compare one with another, Isoc.9.34, etc.;τι παρά τι Pl.Grg. 472c
; π. [ἵππον] ἵππῳ match one against another, X.Eq.9.8:—in [voice] Med., παραβάλλομαί σοι (sc. ὄρνιθι) θρήνους I set my songs against.., E.IT 1094 (lyr.): abs., παραβαλλόμεναι vying with one another, Id.Andr. 289 (lyr.); [ἀφορμὰς] αἷς οὔτε Ἁρμόδιος παραβεβλήσεται Philostr.VA5.34
:—freq. in [voice] Pass.,π. τινί Hdt.4.198
;πρός τι Hp.Art.51
, X.Mem.2.4.5; ; ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα one piece of treachery set against another, S.OC 231 (lyr.).3 bring alongside, in [voice] Med., τὴν ἄκατον παραβάλλου bring your boat alongside, heave to, Ar.Eq. 762;ἐφόλκιον Plu.Pomp.73
; alsoπ. τὼ κωπίω Ar.Ra. 269
: abs., παραβαλοῦ ib. 180: metaph., παραβάλλου λοιδορῶν avast with your abuse! Plu.2.711d.IV throw, turn, bend sideways, ὄμμα π. θύννου δίκην cast it askance, A.Fr. 308; ;τὠφθαλμὼ παραβάλλεις Id.Nu. 362
(referred to by Pl.Smp. 221b);π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον X.Cyn.5.32
; π. τὰ ὦτα apply one's ears to listen, Pl.R. 531a;παραβαλὼν τὴν κεφαλήν Id.Phd. 103a
; Ἡρακλεῖ στόμα π. lend one's mouth to Heracles, i.e. join in his praise, Pi.P.9.87 (v.l. περιβ-) ; π. τοὺς γομφίους lay to one's grinders, Ar. Pax34; π. τὸ θύριον τοῦ λόγου, metaph., put to the door.., close it, Plu.2.94 of.VI in [voice] Med., deceive, betray, Id.1.108, Th.1.133, Alc.Com.30 ([voice] Act. in the same sense, Hsch.; cf. παραβαλλέταιρος).VII Geom., π. παρά .. apply a figure to a finite line,παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν Euc.6.27
, cf. Archim.Aequil.2.1.2 since to apply an area xy to a line of length x is to divide xy by x, π. = divide,τι παρά τι Dioph.5.10
, al.; cf. παρά C. 1.4c.B intr., come near, approach, Pl.Ly. 203b, PPetr.3p.102 (iii B. C.), etc.; enter, Arist.Pol. 1331a34; π. ἀλλήλοις meet one another, Pl.R. 556c; f.l. for περιβάλῃ, ib. 499b; was a pupil ofA.
, Plu.2.846f.II go by sea, cross over,παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Hdt.7.179
, cf. Philipp. ap. D.12.16, Arist.Mir. 836a29; of ships,ναῦς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν π. Th.3.32
.III come alongside, bring to, ; παραβαλόντες τῇ πεντήρει having come alongside of her, in a sea-fight, Plb.15.2.12, cf. 1.22.9: generally, come to land, of quails, Arist.HA 597b15:—in [voice] Med., put in,πρός τινας Philostr. VA6.16
.IV metaph., direct one's course towards,εἰς ἡδονάς Arist.EN 1153b34
.V Astrol., to be in the same right ascension as, c. dat., Cat.Cod.Astr.1.113, 5(1).188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάλλω
-
12 συγκλείω
συγ-κλείω, [tense] fut. - κλείσω: [dialect] Ion. [suff] συγ-κληΐω, fut - κληΐσω: old [dialect] Att. [full] ξυγκλήω, [tense] fut. - κλῄσω: [dialect] Ep. [tense] aor.Aσυνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309
:—[voice] Pass., [tense] aor. συνεκλείσθην, old [dialect] Att. ξυνεκλῄσθην: [tense] pf.συγκέκλειμαι Isoc.15.68
, but- εισμαι Men.670
, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old [dialect] Att. ξυνκέκλῃμαι, [dialect] Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):— shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41;ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67
; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA 533b26; ;σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8
;εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2
([voice] Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—[voice] Pass.,λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129
; Aër.21;σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32
; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec. 487.2 generally, of straits or difficulties,τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3
;εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10
:—[voice] Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν.. συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.3 pit against one another, set to fight as in the lists,οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι.. ξυνέκλῃσαν E.Andr. 122
(lyr.).4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—[voice] Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.II shut close, close, ; , Ion 241; [ τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 ([voice] Pass.);ξ. τὰς πύλας Th.4.67
;τὰς θύρας Aeschin.1.74
;τὰς θυρίδας Gal.16.578
: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach. 1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq. 1317;τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3
; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—[voice] Pass.,τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48
codd. ( συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.2 intr. in [voice] Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; ([place name] Chersonesus).IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.2 connect closely together,τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6
; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba. 1300; ς. (sc. τὴν πόλιν)εἰς ταὐτόν Pl.Criti. 117e
, cf. Ti. 76a, etc.;σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24
, cf. 15.68 ([voice] Pass.):—[voice] Pass.,συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19
.V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—[voice] Pass., ib.11.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείω
-
13 ἔχω
ἔχω (A), [ per.] 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 ( ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 ( ἔχεισθα cod.); [ per.] 2sg. subj.Aἔχῃσθα Il.19.180
: [tense] impf. εἶχον, [dialect] Ep.ἔχον Od.2.22
, al., [dialect] Ion. and poet.ἔχεσκον Il.13.257
, Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 ([place name] Balbilla): [tense] fut. ἕξω, [dialect] Ep. inf.ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27
(of duration) or σχήσω (of momentary action, esp. in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in [dialect] Att. Inscrr. or NT); [ per.] 2sg. codd.: [tense] aor. 1 ἔσχης α f.l.in Nonn.D.17.177, alsoἔσχα IG3.1363.6
, 14.1728, [ per.] 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): [tense] aor. 2 ἔσχον, imper. , E.Hipp. 1353 (anap.) ( σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph. 638 (dub.l.), sts. in compds. in codd., as , ); subj.σχῶ Il.21.309
, etc.; opt.σχοίην Isoc. 1.45
, in compds. σχοῖμι (asμετάσχοιμι S.OC 1484
(lyr.),κατάσχοιμεν Th.6.11
); [ per.] 3pl.σχοίησαν Hyp.Eux.32
,σχοῖεν Th.6.33
; inf.σχεῖν Il. 16.520
, etc., [dialect] Ep.σχέμεν 8.254
(in Alexandr. Gr. [ per.] 3pl. [tense] impf. and [tense] aor. 2εἴχοσαν AP5.208
(Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22,ἔσχοσαν Scymn.695
): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: [tense] pf. , εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; [dialect] Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—[voice] Med., [tense] impf.εἰχόμην Pi.P.4.244
, etc.: [tense] fut.ἕξομαι Il.9.102
, etc.; σχήσομαι ib. 235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. ( ἀνα-) A.Th. 252, ( παρα-) Lys.9.8, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. παρ-έσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: [tense] aor. 2ἐσχόμην Hom.
, Hdt.6.85, rare in [dialect] Att. exc. in compds.; imper.σχέο Il.21.379
,σχέσθε 22.416
, later σχοῦ in compds. ( ἀνά- ) E. lon947, etc.; inf.σχέσθαι Od.4.422
, Hes.Fr.79:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, laterσχεθήσομαι Gal.UP15.3
, freq. in compds. (συ- ) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν- ) Plu.2.98 of, ( ἐπι-) S.E.P.1.186: [tense] aor. 1ἐσχέθην Arr.An.5.7.4
, 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: [tense] fut. [voice] Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: [tense] aor. 2 [voice] Med. in pass. sense,ἐσχόμην Il.17.696
, al., Hdt. 1.31 (σχέτο Il.7.248
, 21.345), part.σχόμενος Od.11.279
, prob. in Isoc.19.11, ( κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr. 244e, Parth.33.2 (s.v.l.): [tense] pf.ἔσχημαι Paus.4.21.2
; also in compds., freq. written - ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκ-τωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)A Trans., have, hold:I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj. 157 (anap.);οἱ ἔχοντες E.Alc.57
, Ar.Eq. 1295, Pl. 596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp. 240;κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph. 405
; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received,θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77
;τι ἔκ τινος S.OC 1618
;παρά τινος Id.Aj. 663
;πρός τινος X.An.7.6.33
, etc.;ὑπὸ.. θεοῖσι h.Ap. 191
; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in [tense] aor., acquire, get, : also [tense] fut.σχήσω, δύναμιν Th.6.6
;λέχος E.Hel.30
, cf. Pi.P.9.116:—[voice] Pass., to be possessed,ἔντεα.. μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130
, cf. 197.2 keep, have charge of,ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22
;κῆπον 4.737
;Εἰλείθυιαι.. ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271
;πύλαι.., ἃς ἔχον Ὧραι 5.749
, 8.393;τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7
; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1, 471;σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302
;ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515
, 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13;δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj. 564
, etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.3 c. acc. loci, inhabit,οὐρανόν Il.21.267
;Ὄλυμπον 5.890
; haunt, [Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123
;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24
; esp. of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men,πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177
, 195, etc.; Θήβας ἔσχον ( ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts,τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12
.4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα), οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569
, cf.7.313, Il.3.53, etc.;ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31
, cf. Th.2.29;νυμφίον Call.Aet.3.1.27
; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.;ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp.
ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in [voice] Pass.,τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398
.6 [tense] pres. part. with Verbs, almost, = with,ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128
, cf. 2.115;ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8
.δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.7 of Place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171;ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277
; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in [tense] aor., get,περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42
.8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental,γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250
;ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83
;ἕλκος Il.16.517
;λύσσαν 9.305
;μάχην ἔ. 14.57
;ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515
; ὕβριν ἔ. indulge in.., 1.368, etc.; [ Ἀφροδίτην] 22.445; [φρένας] ἔ. Il.13.394
, etc.;βουλήν 2.344
;τλήμονα θυμόν 5.670
; , cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς); ἄλγεα Il.5.895
, etc.;ἄχεα θυμῷ 3.412
;πένθος μετὰ φρεσίν 24.105
;πένθος φρεσίν Od.7.219
;πόνον.. καὶ ὀϊζύν Il.13.2
, Od.8.529;οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15
;πρήγματα ἔ. Id.7.147
, cf. Pl.Tht. 174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517;ἐπιθυμίαν τινός E.Andr. 1281
;φροντίδα τινός Id.Med. 1301
; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. ([tense] fut.ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29
, but οὐκ ἔσθ' ὅπως.. ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8;ὑπό τινος A.Eu.99
(but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or. 1069, A.Pr. 445): in [tense] aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4;ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19
;ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12
;ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85
([place name] Laodicea): —these phrases are freq. inverted,οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515
;οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344
;ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295
;θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79
;σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143
;Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609
(unless the antecedent is τιμῆς in 1.608);ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135
;ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El. 225
(lyr.): c. dupl. acc.,φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
; also of external objects,αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76
;μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160
;σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331
; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that.., S.OC 1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e;ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3
, cf. 5,26, 9.78 (but also ; [Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66
); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι .. Plu.Alex.38:—[voice] Pass.,ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182
;κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;ὀργῇ Hdt.1.141
;νούσῳ Hp.Epid.5.6
;ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129
;ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34
;ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6
,ἐν ἀπόρῳ Th.1.25
;ἐν συμφοραῖς Pl.R. 395e
.9 possess mentally, understand,ἵππων δμῆσιν Il.17.476
; ;πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag. 582
, cf. E.Alc.51;ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph. 789
; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu. 733: imper. ἔχε attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper., ;ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq. 490
; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht. 154a; know of a thing,μαντικῆς ὁδόν S.OT 311
; τινὰ σωτηρίαν; E.Or. 778 (troch.).10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105, 794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.11 involve, admit of, , cf. Th.1.5;βάσανον Lys.12.31
;ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44
; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41;τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15
.12 of Measure or Value,τὸ Δαμαρέτειον.. εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26
;ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2
;χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9
.b Geom., ἡ ἔχουσα τὰ κέντρα the (straight line) containing the centres, Archim.Aequil.1.6; ὁ κύκλος ἔχων τὸ πολύγωνον the circle containing (circumscribing) the polygon, Id.Sph.Cyl.1.23.13 c. dupl.acc.,Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp. 953
;Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr. 1188
;παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc.
Alex. ap. Ath.4.155e.II hold:1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib. 157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold,οὐρανὸν.. κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th. 517
, 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53;ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr.
373.2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu. 1047;ἔχομαι μέσος Id.Ach. 571
, cf. Eq. 388, Ra. 469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33;νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b
, cf. R. 490a.3 of arms and clothes, bear, wear,εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538
, cf. 595;παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17
;σάκος ὤμῳ 14.376
;κυνέην κεφαλῇ Od.24.231
;τάδε εἵματ' ἔχω 17.24
, cf. 573, etc.;στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel. 554
, cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat. 2a3.4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol. 1335b18; in fullἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32
; alsoπρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26
.ιγ.b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.7 enclose,φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
;σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219
;τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65
(lyr.); of places, contain,θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1147
(lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8
;ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30
.8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fullyχεῖράς τε καὶ ἔγχεα.. ἀντίον ἀλλήλων 5.569
; of horses or ships, guide, drive, steer, , cf. 11.760;φόβονδε 8.139
;τῇ ῥα.. ἔχον ἵππους 5.752
, etc.;παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc. 352
;ὅπῃ ἔσχες.. εὐεργέα νῆα Od.9.279
;παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95
, etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El. 720: metaph.,ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.
(?)ap.Sch.Pl.R. 600c; also (esp. in [tense] fut. σχήσω, [tense] aor. 2 ἔσχον), put in, land,νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92
;σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40
; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129;τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305
; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra. 188; ἔχε.. ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph. 1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj. 191 (lyr.);ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op. 445
;ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr. 272
;τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph. 360
; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or. 1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; soπρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25
.9 hold in, stay, keep back,ἵππους Il.4.302
, 16.712; check, stop, [ τινα] 23.720, etc. ( σχήσω is usu. [tense] fut. in this sense, , cf. Il.11.820, Ar.Lys. 284, D.19.272, butἕξω Il.13.51
); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848;ἔσχε κῦμα Od.5.451
;σιγῇ μῦθον 19.502
(soεἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93
);ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445
; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp. 660, Fr.773.61 (lyr.); ; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—[voice] Pass.,οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5
.10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687; ; : c.inf.,ἦ τινα.. σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182
; stop, hinder from doing,τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11
, cf. HG4.8.5;ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr. 686
, cf. Hdt.1.158, etc.;μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp. 658
; ὥστε μή .. X.An.3.5.11;τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu. 691
, cf. Hdt.5.101: also c. part.,ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC 888
(troch.); .11 keep back, withhold a thing,ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231
, cf. D.30.14;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115
, cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc. 270.13 with predicate, keep in a condition or place,εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54
, cf. 53, Ar.Th. 230;ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79
;σαυτὸν ἐκποδών A.Pr. 346
, cf. X.Cyr.6.1.37;σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba. 1085
;τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11
.14 hold, consider,τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3
(dub.), cf. E.Supp. 164;τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5
;τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32
;ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18
, cf.POxy.292.6 (i A.D.).III c.inf., have means or power to do, to be able, c. [tense] aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. [tense] pres. inf., Od.18.364, etc.;πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph. 1047
: sts. with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281;ἐξ οἵων ἔχω S.El. 1379
;ὅσον εἶχες E.IA 1452
; .b have to face, be obliged,παθεῖν Porph. Chr.63
;εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5
H.;βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50
.2 after Hom., οὐκ ἔχω, folld. by a dependent clause, I know not..,οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
, cf. Isoc.12.130;οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ.. ἀφανίσαι S.OC 1710
;οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24
;οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr. 705
;ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC 1743
; the two constructions combined,οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως.. πράξαιμεν Id.Ant. 270
.IV impers. c. acc., there is.. (as in Mod. Gr.),ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505
, cf. 1262, 1840.B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which.., Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone.., Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27;νωλεμέως ἐχέμεν 5.492
; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC 1169;ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra. 793
, cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt. 349e, Grg. 460a, etc.;ἔχ' αὐτοῦ D.45.26
.64 with Preps., to be engaged or busy, (lyr.), X.An.5.2.26, etc.;περί τινας Id.HG7.4.28
.II simply, be,ἑκὰς εἶχον Od.12.435
;ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39
;περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128
; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in.., Id.2.91;ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88
(lyr.);ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El. 238
;ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT 1226
, etc.2 freq. with Advbs. of manner,εὖ ἔχει Od.24.245
, etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, is going on well or ill, v. καλός, κακός (but [tense] fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45; ); οὕτως.. σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap. 39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl. 110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10;ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj. 981
;οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant. 639
;οὕτως ἔ. περί τινος X.Mem.4.8.7
, cf. Hdt.6.16;πρός τι D. 9.45
;τῇδ' ἔ. S.Ph. 1336
;κοσμίως ἔ. Ar.Th. 854
;ἥδιον ἔ. πρός τινας D.9.63
; ὡς εἶχε just as he was, Hdt.1.114;ὥσπερ εἶχε Th.1.134
, X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys. 610;ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30
;τἀναντία εἶχεν D.9.41
; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp. 462, Pl.R. 404d;εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108
; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59;ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107
;ὡς.. τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22
;ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT 345
, cf. E.Hel. 313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R. 456d;οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56
;μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32
;ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R. 571d
;οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11
: also c. acc.,εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg. 464a
, cf. X.Oec.21.7: c. dat.,οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315
;πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75
;τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10
.3 lead towards,ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180
, cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards,ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81
; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of Place, extend, reach to,ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64
.IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. [tense] aor. part. giving a perfect sense,κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42
;ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37
;ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec. 355
, cf. Th. 706; freq. in S.,θαυμάσας ἔχω OC 1140
, cf. Ant.22, al.: also in late Prose,ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1
;ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33
: less freq. c. [tense] pf. part., S.OT 701, Ph. 600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. [tense] pres. part., (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.2 part. ἔχων, with [tense] pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu. 509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib. 853, cf. Th. 473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg. 490e, Euthd. 295c;κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35
(and so possiblyἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23
);παίσδεις ἔ. Theoc.14.8
: so in later Prose,παίζεις ἔ. Luc. Icar.24
; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.C [voice] Med., hold oneself fast, cling closely,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433
, cf. Il.1.513, etc.;πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329
: mostly c. gen., hold on by, cling to, [ πέτρης] ib. 429;χερσὶν ἀώτου 9.435
;βρετέων A. Th.98
(lyr.);ἑξόμεσθάσου Ar.Pl. 101
; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.2 metaph., cleave, cling to,ἔργου Hdt. 8.11
, X.HG7.2.19; (iii A.D.);τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a
; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E. Ion 491, Fr. 409;τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140
; lay hold on, take advantage of,τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32
;προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94
; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to,ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17
; to be zealous for, [ μάχης] S.OC 424; ;κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17
, etc.3 come next to, follow closely, ib.1.8.4;ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9
; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of Time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3;ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15
(iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg. 494e (withoutτούτοις Isoc.6.29
).5 pertain to,ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg. 661b
;ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt. 319e
;ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men. 94b
, etc.: esp. in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120, 193;ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77
; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.II bear or hold for oneself, κρήδεμνα ἄντα παρειάων σχομένη before her cheeks, Od.1.334; ἀσπίδα πρόσθ' ἔσχετο his shield, Il.12.294, cf. 298, 20.262.IV keep oneself back, abstain or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84;βίης Od.4.422
;ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129
;τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85
;τῆς τιμωρίης Id.7.169
;τῶν ἀθίκτων S.OT 891
(lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328; ; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316;Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh. 174
: abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.V [voice] Pass. ofἔχω B. 1
, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα are balanced on.., Hdt.6.11.------------------------------------ἔχω (B),
См. также в других словарях:
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
παραψήχω — Α 1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.) 2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»] … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek